- κλεισία
- κλεισία και κλισία, ἡ (Α)1. το πανδοχείο2. (στον πληθ. κλεισιάδες)(δ. γρφ. αντί κλεισιάδες) αἱ κλεισίαιοι μεγάλες θύρες τής αυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλισία (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση τού κλείω].
Dictionary of Greek. 2013.